συνδιαλλάσσω

συνδιαλλάσσω
ΝΑ, και αττ. τ. συνδιαλλάττω Α
συμβιβάζω δύο αντιμαχόμενες πλευρές, συμφιλιώνω
αρχ.
παθ. συνδιαλλάσσομαι
αλλάζω μαζί η ταυτόχρονα με κάποιον ή κάτι άλλο («τὸ διηλλαγμένον τοῡ ἐπιρρήματος συνδιηλλάγθαι τῷ πρωτοτυπῳ», Απολλ. Δύσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + διαλλάσσω «συμφιλιώνω, αλλάζω, μεταβάλλω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνδιαλλάξοντας — συνδιαλλάσσω help in reconciling fut part act masc acc pl συνδιαλλάσσω help in reconciling fut part act masc acc pl συνδιᾱλλάξοντας , συνδιαλλάσσω help in reconciling futperf ind act masc acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιαλλάττειν — συνδιαλλάσσω help in reconciling pres inf act (attic epic) συνδιαλλάσσω help in reconciling pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιαλλάττωσι — συνδιαλλάσσω help in reconciling pres subj act 3rd pl (attic) συνδιαλλάσσω help in reconciling pres subj act 3rd pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιαλλάττωσιν — συνδιαλλάσσω help in reconciling pres subj act 3rd pl (attic) συνδιαλλάσσω help in reconciling pres subj act 3rd pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιηλλάχθαι — συνδιαλλάσσω help in reconciling perf inf mp (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαλλάσσω — (AM διαλλάσσω και διαλλάττω) [αλλάσσω] συμφιλιώνω, συνδιαλλάσσω αρχ. 1. ανταλλάσσω 2. παίρνω σε αντάλλαγμα 3. αλλάζω, μεταβάλλω, αλλοιώνω 4. (αμτβ.) α) διαφέρω β) διαπρέπω γ) πεθαίνω …   Dictionary of Greek

  • καταδιαλλάσσω — (Α) συνδιαλλάσσω …   Dictionary of Greek

  • καταλλάσσω — (AM καταλλάσσω) συνδιαλλάσσω, συμφιλιώνω, συμβιβάζω μσν. μεταβάλλω μσν. αρχ. ανταλλάσσω νομίσματα αρχ. ανταλλάσσω ένα πράγμα με κάτι άλλο 2. παθ. καταλλάσσομαι έρχομαι σε συνδιαλλαγή, συμφιλιώνομαι …   Dictionary of Greek

  • προδιαλλάσσω — Α συνδιαλλάσσομαι προηγουμένως («προδιαλλάσσειν αὐτοῑς θεόν», Λιβάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαλλάσσω «συμφιλιώνω, συνδιαλλάσσω»] …   Dictionary of Greek

  • συλλύω — Α [λύ(ν)ω] 1. λύνω κάτι μαζί με άλλον ή άλλους («ξύλλυε μητρὸς δεσμὸν», Ευρ.) 2. διαλύω δυσκολίες, βοηθώ στην επίλυση προβλημάτων 3. συνδιαλλάσσω, συμβιβάζω, συμφιλιώνω 4. συνοικώ, διαμένω κάτω από την ίδια στέγη με άλλον 5. (το μέσ.) συλλύομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”